ἐστεμμένος

ἐστεμμένος
στέφω
put round
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εστεμμένος — η, ο 1. αυτός που φοράει στέμμα, βασιλικό διάδημα 2. το αρσ. ως ουσ. ο εστεμμένος ο βασιλιάς 3. αυτός που βραβεύθηκε με στεφάνι, ο στεφανωμένος, ο βραβευμένος («εστεμμένος αθλητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. μέσ. παθ. παρακμ. τού ρ. στέφω] …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • στέφομαι — στέφομαι, στέφθηκα, εστεμμένος βλ. πίν. 14 Σημειώσεις: στέφομαι : η μτχ. εστεμμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που έχει βασιλικό αξίωμα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κισσεύς — κισσεύς, έως, ὁ (Α) [κισσός] ο εστεμμένος με κισσό, κισσοστεφής …   Dictionary of Greek

  • ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στεπτός — ή, όν, Α [στέφω] αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • στέφω — έστεψα, στέφθηκα, εστεμμένος 1. βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, περιβάλλω με στεφάνι: Έστεψαν τις προτομές των ηρώων. 2. εγκαθιστώ κάποιον στο θρόνο, θέτω το στέμμα: Στέφθηκε από τον πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 3. θέτω το γαμήλιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”